πλήρωμα

πλήρωμα
το, ΝΜΑ, και πλέρωμα Ν [πληρώ / πληρώνω]
1. ναυτ. το σύνολο τών υπηρετούντων ή εργαζομένων σε ένα πολεμικό ή εμπορικό πλοίο αξιωματικών και κατωτέρων, εκτός από τον κυβερνήτη ή τον πλοίαρχο, κν., σημέρα, τσούρμο
2. φρ. «το πλήρωμα τού χρόνου»
εκκλ. α) προκαθορισμένος χρόνος, συμπλήρωση ορισμένου χρονικού διαστήματος, η συντέλεια τού κόσμου
β) (στην Καινή Διαθήκη) η ολοκλήρωση τών προϋποθέσεων, σε ορισμένο χρόνο, για την πραγματοποίηση τού θείου σχεδίου τής σωτηρίας τών ανθρώπων με την ενανθρώπιση τού Χριστού
νεοελλ.
1. πληρωμή, εξόφληση τών οφειλομένων
2. το σύνολο τών προσώπων που υπηρετούν σε ένα μεταφορικό μέσο ή διαστημικό σκάφος
3. βοτ. άλλη ονομασία για το προκάμβιο
4. φρ. «χριστεπώνυμον πλήρωμα»
εκκλ. το σύνολο τών ασπαζομένων την χριστιανική πίστη, η ολότητα τών χριστιανών
νεοελλ.-αρχ.
αυτό με το οποίο γεμίζει κάτι, η γέμιση, το γέμισμα
μσν.-αρχ.
ορισμένο συμπληρωμένο χρονικό διάστημα («τὸ πλήρωμαν ἡμέρας», Λιβ. Ροδ.)
(| αρχ.
1. το όλο σώμα, ο συνολικός αριθμός προσώπων ενός οικισμού, μιας ομάδας, μιας κοινωνικής ή άλλης κατηγορίας
2. κορεσμός, χορτασμός
3. (σχετικά με πλοία) πλήρης, ολόκληρος αριθμός
4. (σχετικά με αριθμό) το συνολικό ποσό («ὀγδώκοντα ἔτεα ζόης πλήρωμα μακρότατον πρόκειται» — ογδόντα χρόνια ορίζονται ως η μακρότατη συμπλήρωση τής ανθρώπινης ζωής, Ηρόδ.)
5. το κεφάλαιο («τούτων πλήρωμα τάλαντ' ἐγγὺς δισχίλια γίγνεται», Αριστοφ.)
6. συμπλήρωμα
7. εκκλ. πληρότητα, τέλεια και πλήρης φύση
8. το σύνολο τών ιδιοτήτων που αποτελούν τη φύση ενός πράγματος, η ουσία
9. μάζα, άθροισμα
10. τα καθήκοντα ενός αξιώματος
11. συμπλήρωση θητείας
12. κατασκευή
13. (για στρατό) εφεδρεία
14. το περιεχόμενο τών εντέρων, τα περιττώματα
15. ναυτ. ναύλος, φορτίο
16. εκπλήρωση προφητείας
17. εκκλ. α) (για τον θεό) πληρότητα, τελειότητα
β) (κατά τους γνωστικούς τών πρωτοχριστιανικών χρόνων) το σύνολο τών «αιώνων» που πίστευαν ότι συνθέτουν την υπέρτατη θεότητα
γ) (κατά τον απόστολο Παύλο) η συνολική ενοίκηση τής θείας ουσίας στον θεάνθρωπο Χριστό
18. μτφ. κάτι που υπάρχει σε μέγιστο βαθμό («πλήρωμα εὐτυχίας», Ιωάνν. Λυδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πλήρωμα —         (pleroma) (греч.) полнота. У гностиков полнота божеств. абсолюта, порождающего эоны. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • πλήρωμα — that which fills neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήρωμα — το, ατος 1. γέμισμα ή καθετί που χρησιμεύει για γέμισμα. 2. το σύνολο των προσώπων που υπηρετούν σε πλοίο ή σε αεροπλάνο: Αγνοούνται ορισμένα μέλη του πληρώματος. 3. συμπλήρωμα: Το πλήρωμα του χρόνου. 4. το σύνολο των πιστών: Το πλήρωμα της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλήρωμ' — πλήρωμα , πλήρωμα that which fills neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωμάτων — πλήρωμα that which fills neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρώμασι — πλήρωμα that which fills neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρώμασιν — πλήρωμα that which fills neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρώματα — πλήρωμα that which fills neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρώματι — πλήρωμα that which fills neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρώματος — πλήρωμα that which fills neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”